- ασυζητητί
- επίρρ.1. χωρίς καμιά συζήτηση2. αναμφίβολα, αναντίρρητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ασυζήτητος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Adverb — ExamplesSidebar|28% * The waves came in quickly over the rocks. * I found the film amazingly dull. * The meeting went well, and the directors were extremely happy with the outcome. * Crabs are known for walking sideways. * I often have eggs for… … Wikipedia
χωρίς — ΝΜΑ, και χῶρι και σε επιγρ. χωρί Α (ως καταχρ. πρόθεση) δίχως, άνευ (α. «χωρίς θέρμη θερμάθηκε», δημ. τραγούδι β. «χωρίς να θέλεις έξαφνα βαριά ν αναστενάζεις», Βαλαωρ. γ. «χωρὶς ποδοψήστρων τε καὶ τῶν ποικίλων κληδὼν ἀϋτέϊ», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ … Dictionary of Greek